τρίζων

τρίζων
τρίζω
utter a shrill cry
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιπρίω — ἐπιπρίω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιπρίων τοὺς ὀδόντας τρίζων» …   Dictionary of Greek

  • τρίζοντες — οι, Ν (ενν. ρόγχοι) ιατρ. ακροαστικό εύρημα κατά την εξέταση τού θώρακα, αντιληπτό κυρίως στο τέλος τής εισπνοής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής μτχ. τρίζων, οντος τού ρ. τρίζω. Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. (rales) crepitantes… …   Dictionary of Greek

  • θεατρίζων — θεᾱτρίζων , θεατρίζω to be pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”